ομοιοσκελής

ομοιοσκελής
ὁμοιοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει όμοια σκέλη («κῶλα ὁμοιοσκελῆ», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. πολυ-σκελής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοιοσκελῆ — ὁμοιοσκελής with similar legs neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμοιοσκελής with similar legs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁμοιοσκελής with similar legs masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”